- ερωτοπαθής
- -ές1. αυτός που κατέχεται από έντονο ερωτικό πάθος2. αυτός που έχει ατυχήσει στον ερωτά του3. ερωτομανής.[ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, -ωτος + -παθής < πάθος. Η λ. μαρτυρείται στον Σπ. Ν. Ζαβιτσάνο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ερωτοπάθεια — η (Μ ἐρωτοπάθεια) το να ερωτεύεται κάποιος με πάθος, η σφοδρή ερωτική επιθυμία νεοελλ. 1. έντονη κλίση, διάθεση προς τον έρωτα 2. η παθολογική κατάσταση τής ερωτομανίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερωτοπαθής. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα… … Dictionary of Greek
ερωτόπαθος — η, ο ο ερωτοπαθής. επίρρ... ερωτόπαθα με ερωτικό πάθος, με θερμό έρωτα … Dictionary of Greek